Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Σχεδίασμα τρίτο


τα ροδαλά "γουνάκια" της Ακακίας

Τα σκαλάκια (μέρος Β)

Κ  α  λ  ο  κ  α  ί  ρ  ι


Μία παρέα μικρών παιδιών χοροπηδάει αεικίνητη και παθιασμένη στα σκαλάκια. Νικητής είναι εκείνος που θα πηδήξει από το πιο ψηλό σκαλί, πιο μακριά. Υπάρχουν και δύο κοριτσάκια που δοκιμάζουν, αλλά αυτό είναι κυρίως αγορίστικο παιχνίδι. Τα κοριτσάκια, στο ακριβώς αποπάνω πλατύσκαλο παίζουν, αφοσιωμένα, λάστιχο. Οι παιδικές φωνές καλύπτουν, μαγικά και απαιτητικά/κυριαρχικά/εξουσιαστικά, κάθε άλλον ήχο της γειτονιάς. Ένα τεράστιο δέντρο, σκιάζει και προστατεύει τα παιδικά παιχνίδια από τον δυνατό, καλοκαιρινό ήλιο. Τα παιδιά δεν γνωρίζουν/ξέρουν το όνομά του. Γι’ αυτά είναι το δέντρο με τα γουνάκια. Κάθε άνοιξη γεμίζει με κάτι υπέροχα ροζ γούνινα φουντάκια, που αφήνουν μία μαγευτική μοσχοβολιά στον αέρα. Δεν είναι ένα οποιοδήποτε δέντρο αυτό. Είναι ο αγαπημένος φίλος στα παιχνίδια. Ο εχέμυθος σύντροφος στα μυστικά και στα κρυφομιλήματα. Ο άφωνος θεατής κάθε πιθανής και απίθανης παιδικής σκανταλιάς. Το δέντρο με τα γουνάκια είναι η ψυχή της παρέας.
          Το κορμί της, αν την προσωποποιούσαμε, είναι τα σκαλάκια. Σκαρφαλώνουν βαθμιδωτά και σε πλήρη παράταξη ως τους πρόποδες του Λυκαβηττού. Το κομμάτι που ανηφορίζει από την οδό Δαφνομήλη ως την οδό Δοξαπατρή κι έχει το όνομα βυζαντινού πατριάρχη, είναι ο αγαπημένος παιδότοπος των μικρών της γειτονιάς. Το δέντρο με τα γουνάκια βρίσκεται περίπου στη μέση των σκαλιών κι ορθώνεται κεκλιμένο, καλύπτοντας, χάρη στην κλίση του αυτή, όλο το κενό διάστημα που σχηματίζεται σαν πλατύσκαλο μεταξύ των αναβαθμίδων. Τα παιδιά προτιμούν να παίζουν από το επίπεδο του δέντρου και κάτω. Ίσως η εγγύτητα με το δρόμο να τους δίνει ασυνείδητα την αίσθηση της ασφάλειας. Αλήθεια, από κει και πάνω, τα σκαλάκια είναι πιο ερημικά. Ένα εγκαταλελειμμένο, ημιερειπωμένο παλιό σπίτι, επιτείνει την εντύπωση αυτή. Το βράδυ δε, είναι τόσο υποφωτισμένα, ώστε να θεωρείται πολύ παράτολμος όποιος μικρός διανοηθεί να ανηφορήσει απερίσκεπτα ακόμα και ως το πιο κοντινό πλατύσκαλο.
          Ακόμα όμως είναι μέρα, ένα εκτυφλωτικό καλοκαιριάτικο πρωινό, που ο ουρανός είναι άχρωμος, συντριμμένος από το βάρος του φωτός που διεισδύει παντού/ξεχειλίζει τα πάντα και ξεθωριάζει τα χρώματα. Τα τζιτζίκια τραγουδάνε ξέφρενα, δίνοντας ρυθμό στο γεμάτο ξεφωνητά και αλαλαγμούς παιδικό παιχνίδι. Ιδρωμένα και αναψοκοκκινισμένα, με τις μπλούζες να κολλούν στην πλάτη τους, τα αγοράκια αγωνίζονται να εκτοξευτούν όσο μακρύτερα γίνεται. Είναι ζήτημα γοήτρου! Άσε που παίζουν και τα κορίτσια πιο πάνω, λοξοκοιτάζοντας κάθε τόσο. Πιο μακριά απ’ όλους πηδάει τελικά ο Νικόλας, που πολλές φορές έφτασε σχεδόν στο χείλος των επόμενων σκαλοπατιών. Είναι πολύ περήφανος με τον εαυτό του, αν και το κρύβει πίσω από ένα συγκαταβατικό χαμόγελο απόλυτης αυτοπεποίθησης, που υπονοεί ότι αυτό το κατόρθωμα για εκείνον, ήταν παιχνιδάκι! Και για να επιβεβαιώσει την άνεση που εξέπεμπε, δίνει έναν τελευταίο αεροπλανικό πήδο. Η απογείωση είναι εντυπωσιακή και η κραυγή της επιτυχίας που την συνοδεύει εκκωφαντική! Η προσγείωση είναι εξίσου εντυπωσιακή. Μία κουτρουβάλα ολκής στα παρακάτω σκαλοπάτια, κατακρήμνισε την αυτοπεποίθησή του στα Τάρταρα. Ένα σύννεφο γέλιου καλύπτει την ατμόσφαιρα και οι συνακόλουθες κοροϊδίες είναι πιο τσουχτερές/οδυνηρές από τον πόνο που νιώθει στο αριστερό του πόδι. Τα χειρότερα είναι τα κοριτσίστικα πειράγματα, που αστραπιαία όμως μετατρέπονται σε κραυγούλες αγωνίας για τον τραυματία, ο οποίος δέχεται κατευχαριστημένος πλέον τις φροντίδες των μικρών νοσοκόμων, που έσπευσαν στον τόπο του ατυχήματος.
-Πονάς πολύ;.. –Στάσου τελείως ακίνητος!... –Πρέπει να βάλεις πάγο!..-Δοκίμασε να το κουνήσεις. Μπορείς ;... Οι οδηγίες έπεφταν βροχή. Το ίδιο και οι ερωτήσεις. Ένας τραυματισμός την ώρα του παιχνιδιού δεν είναι και μικρό πράγμα. Τα αλτρουιστικά συναισθήματα των παιδιών αφυπνίζονται πάραυτα! Ο καθένας θα μπορούσε να είναι στην θέση του χτυπημένου!
          Δύο ζωηρές ανεμίζουσες καστανές κοτσίδες στάθηκαν αποφασιστικά μπροστά στον απόλυτα σαστισμένο Νικόλα. –Άκουσε παιδί μου, του είπε με ύφος περισπούδαστο η μικρή Μαίρη. Πρέπει να γυρίσεις αμέσως στο σπίτι σου, να δει το πόδι η μαμά σου. Ίσως να χρειαστεί να πας και στο γιατρό. Ο Σταμάτης και ο Πετράκης θα σε στηρίζουν από τα δεξιά και από τ’ αριστερά για να φτάσεις ως το σπίτι σου χωρίς να το πατήσεις κάτω διόλου! Χωρίς δεύτερη κουβέντα κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός βοήθειας και ο τραυματίας μεταφέρθηκε με επιτυχία στο σπίτι του. Τα υπόλοιπα παιδιά συνέχισαν τα παιχνίδια τους. Τα κορίτσια γύρισαν στο λάστιχο και τα αγόρια άρχισαν να παίζουν μουδιασμένα αυτοκινητάκια. Η επιστροφή των δύο τραυματιοφορέων Πετράκη και Σταμάτη και η περιγραφή της περιποίησης του Νικόλα από τη μαμά του, διέκοψαν πάλι για λίγο το παιχνίδι, που συνεχίστηκε όμως μετά απρόσκοπτα και χωρίς άλλα απρόοπτα ως το μεσημέρι.

Σχεδίασμα της Αγγελικής Χρυσικοπούλου με ημερομηνία 10/10/2005

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Σχεδίασμα δεύτερο



Τα σκαλάκια (μέρος Α)

Κ  α  λ  ο  κ  α  ί  ρ  ι

Λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας του ’70, (κι) ανεβοκατέβαιναν τα σκαλάκια τύποι/άνθρωποι με μαλλιά μακριά, ξέπλεκα, αναμαλλιασμένα, με στρογγυλά γυαλάκια, σανδάλια και ταγάρια. Όλα ήταν ανάλαφρα και φωτερά/μυρωμένα. Όλοι ένιωθαν την ψυχή τους διψασμένη για καινούργια πράγματα. Όλοι ήταν δεκτικοί/ανοιχτοί σε νέες ιδέες/ προτάσεις, νέες εμπειρίες. Όλοι αναζητούσαν κάτι διαφορετικό ακόμα κι αν δεν ήταν καλύτερο απ’ το προηγούμενο. Η ατμόσφαιρα της εποχής ήταν παχύρρευστη, απτή. Μπορούσες να την νιώσεις να σου χαϊδεύει τα μάγουλα και να σε δελεάζει,να σε προσκαλεί να βουλιάξεις μέσα της, να ηδονιστείς μαζί της. Οι γονείς ένιωθαν πως μπορούσαν ν’ αφήσουν τα παιδιά τους να παίξουν έξω χωρίς επίβλεψη, χωρίς κίνδυνο. Οι πολυκατοικίες είχαν αλλάξει το τοπίο, αλλά υπήρχαν ακόμα πολλά παλιά αθηναϊκά σπίτια, άθικτα από την αντιπαροχή, σε εκείνη τη γειτονιά κάτω από το Λυκαβηττό. (Ιδίως τα σπίτια που ήταν χτισμένα κατά μήκος των σκαλιών, ήταν όλα τους παλιά, μερικά δε είχαν εσωτερικές αυλές με πηγάδι στη μέση και κεραμοσκεπή.) Τα παιδιά μπορούσαν ακόμη να παίζουν σε αυλές στρωμένες με χρωματιστά πλακάκια και πηγάδι στη μέση. Τα ακροκέραμα στόλιζαν αγέρωχα τις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών κι έδιναν ψυχή στο χώρο. Ο μουντός και πνιγηρός όγκος των πολυκατοικιών μετριαζόταν/ χαλάρωνε από την γαλήνια απαλότητα της γραμμής και του σχήματος των σπιτιών αυτών.
Τα σκαλάκια κατά μήκος των οποίων είναι χτισμένες όλο παλιές κατοικίες, είναι τόπος ζωντανός. Τα σπίτια ανασαίνουν σε ράθυμους ρυθμούς αλλοτινών καιρών. Έχουν κάτι το γλυκά γεροντικό, που γεννά μια αίσθηση ασφάλειας. Είναι ένα μέρος - αγκαλιά, τρυφερό και θερμό. Γι’ αυτό τα παιδιά το προτιμούν για τα παιχνίδια τους. Το πρώτο σπίτι από την δεξιά μεριά καθώς ανηφορίζουν τα σκαλάκια, είναι ένα κλασικό απλό αθηναϊκό σπίτι, τετράγωνο, ψηλό με κεραμίδια στη στέγη και ακροκέραμα στις γωνίες. Η εσωτερική αυλή δεν διακρίνεται από τον δρόμο, όταν η πόρτα είναι κλειστή. Είναι πλακοστρωμένη με μεγάλες, λείες, ασύμμετρες πέτρινες πλάκες και στη μέση της, ανθίζει το πέτρινο μαγγανοπήγαδο. Γύρω-γύρω στην αυλή λουλούδια και πρασινάδες ζωγραφίζουν στο χώρο ένα καλαίσθητο παραπέτασμα που τραβά το βλέμμα από τους υγρούς τοίχους και τις φθορές της πολυκαιρίας. Εδώ μένει η Δέσποινα ...

Σχεδίασμα της Αγγελικής Χρυσικοπούλου, με ημερομηνία 10/10/2005

 

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Σχεδιάσμα πρώτο

καλοκαιρινό μεσημέρι

Το νωχελικό λίκνισμα κάτω από τη μουριά.
Η αψιά και τρυφερή μυρωδιά της φασκομηλιάς που τρίβεται πάνω στο σκοινί της αιώρας.
Το νανουριστικό τραγούδι των τζιτζικιών.
Η απαλή αύρα που μοσχοβολιστή απλώνει παντού τη γλυκιά μυρωδιά από τα ξερά φρύγανα.
Ο ονειρικός κυματισμός των κλαδιών της φοινικιάς.
Ο βόμβος μιας μέλισσας γύρω από τα μαλλιά μου.
Ο χορός της πεταλούδας ανάμεσα στα γλυκοπράσινα φύλλα της λεμονιάς.
Οι ηδονικά λουσμένες στο φως και ανθισμένες πικροδάφνες.
Το ξερό πατημένο χορτάρι που τρίζει απολαυστικά κάτω από τις πατούσες μου.
Το φτεροκόπημα των σπουργιτιών ανάμεσα στα χλωρά ρόδια μιας οργιαστικά φουντωμένης ροδιάς.
Η λιγνή σκιά του σεμνού κυπαρισσιού.
Η δροσερή τέντα που αναδύεται στο αγέρι.
Το άπλετο φως που δυναστεύει τα μάτια.

σχεδίασμα της Αγγελικής Χρυσικοπούλου, χωρίς ημερομηνία στο χειρόγραφο, ίσως κάπου μέσα στο καλοκαίρι του 2011